«Το Φιλί»
Όλο το μονόγραμμα του Ελύτη...

Βρέθηκαν στην καφετερία ένα αδίστακτο απόγευμα. Ο ήλιος έκαιγε σαν κακή μνήμη. Ο ορίζοντας έγερνε κάτω απ το βάρος του μωβ. Τα καράβια χαράκωναν τη θάλασσα σαν ξυράφια. Τα νερά γέμιζαν αίματα. Διάφανο. Παντού διάφανο. Εκτός απ' τις ψυχές των ανθρώπων.
Κοίταζαν η μια τα μάτια της άλλης και σκόνταφταν σε παραβάν. Οι φόβοι και η σύμβαση τράβαγαν τις παλιοκαιρίσιες κουρτίνες.
Λίγος αέρας... -«Τι κάνεις;» «Είμαι καλά!» Τυπικοί διάλογοι τυπικών ανθρώπων. Aπνοια.
Κι όμως! Οι ίδιοι δεν υπήρξαν άνθρωποι τυπικοί. «Τι κάνεις;» «Θα μπορούσα να είμαι καλύτερα!». Έτσι είχαν γνωριστεί. Έτσι είχαν ξεκινήσει. Και στέκονταν τώρα η μια απέναντι στην άλλην δίχως να ξέρουν τι να πουν. «Ξέρεις εγώ...» «Σε κάλεσα για...» «Τι θάλεγες...» Μισόλογα που άδειαζαν το νου καθώς η αμηχανία καταλάμβανε τις σιωπές και δεν άφηνε τις λέξεις να προχωρήσουν.
Την κοιτούσε η μια κι έβλεπε το παιδί της. Την κοιτούσε η άλλη κι έβλεπε την αγάπη της. «Κόρη μου...» «Αγάπη μου...» Λέξεις. Δεν μπορούσαν παρά να εκφράσουν τα αισθήματα μόνο στην αρχή. Από εκεί και πέρα ήσουν μόνος, με τα αισθήματα σου γυμνά και ξεπορτισμένα. Κρύο...
Τι να πουν; Πως να το πουν; «Σιάζει ο καιρός σιγά-σιγά» η «συνήθης ύποπτη» ατάκα έκλεισε το μάτι στην προετοιμασμένη ασημαντότητα. «Ναι... είναι αλήθεια!. Δεν κάνει πια τόσο κρύο» . Η λέξη έκανε τα μάτια να καρφωθούν στο λεπτό στα άλλα μάτια. Ζέστη...
Κάτι αχαλίνωτο ξετυλιγόταν πίσω από τους καπνούς του ζεματιστού καφέ. «Πως τα πέρασες τον τελευταίο καιρό;» «Καλά!» «Κι εσύ;» «Καλά!» «Χαίρομαι!» «Κι εγώ!» «Τα παιδιά;» «Οι σπουδές;» «Ο άντρας σου;» «Το σπίτι;»
Μήνες, μήνες ανήσυχους και στοιχειωμένους, ξεβόλευε απ το σκοτάδι τους και τους στρίμωχνε δήθεν, σε θέα κοινή, πίσω από χλευαστικές λέξεις. Έκανε να καταπιεί και κατάπινε μνήμες μαζί και όνειρα. Πίκρα. Και Δύναμη. «Φεύγω για το Λονδίνο. Θα συμμετέχω σ ένα καλλιτεχνικό γκαλά». Κι ελπίδα. «Μπορεί να βγει κάτι καλό εκεί πάνω για τους ανθρώπους». Κι αξιοπρέπεια. «Είμαι καλά, σχεδόν ευτυχισμένη. Γιατί όχι άλλωστε;» Και ψέμα.
Η ίδια το ήξερε πως δεν δικαιούσαι την αγάπη επειδή είχες κάποτε υποφέρει. Το αποδεχόταν. Το ήξερε πως ενηλικιώσουν όταν συνειδητοποιούσες πως τίποτε σοβαρό δεν μας είχε υποσχεθεί πως θα ταν οι άνθρωποι καλοί, πως δεν θα υπήρχε λάθος.
-«Λάθος;!» Η λέξη ακούστηκε μ' επιτακτική έκπληξη. Με επιτίμηση σχεδόν. Σήκωσε το βλέμμα και χαμογέλασε: «Τι είπες;»
-«Λέω, νομίζεις πως όλα αυτά δεν είναι λίγο λάθος;» Έθετε το ζήτημα ευγενικά, (με μια ένταση που μόνο η κακή σύνταξη μπορούσε ν αποκαλύψει), ξερά. Σαν μια κατάποση σε μεγαλοαστικό τραπέζι που προσπαθεί να στριμώξει τον λάρυγγα για να βγει όσο πιο ευγενική γίνεται προς τα έξω. Σχεδόν απολιμασμένη από τα ένστικτα. Από την πείνα. Κι ας γεύονταν το στόμα το πιο ακριβό κρασί: «Σ' αγαπώ...» Κάποτε. «Μάλλον έχεις δίκιο μωρέ!» Τώρα.
Την κοίταξε προσεκτικά. Στα 46 της έδειχνε ακόμη παιδούλα. «Επιτυχημένη». «Καλός» γάμος, «καλή» δουλειά και μιζέρια. Μία ακόμη ευτυχισμένα δυστυχισμένη ύπαρξη μιας στριμωγμένης μέσα στην άπλα της εποχής. Τι πλήξη! Της πρόσφερε τσιγάρο. Το αρνήθηκε. «Έχω τα δικά μου» είπε εκείνη, οριοθετώντας τα σύνορα της. Aναψε ένα και το ρούφηξε δυνατά. Το ίδιο έκανε κι η ίδια.
Συγκρούονταν οι καπνοί και τα βλέμματα. Συγκρούονταν οι αναμνήσεις, διαρκώς κατασκευασμένες απ τον καθέναν στο δικό του παρόν. «Ακόμη και τις αναμνήσεις μας τις πλάθουμε μόνοι!» της είχε γράψει κάποτε. Ακόμη και το παρελθόν μας. «Ιδίως το παρελθόν μας» άκουσε μέσα της τη φωνή. Κοίταξε τον άνθρωπο αντίκρυ της. Τόσο ξένος. Τόσο δικός. «Ποιός ήταν;» Ακόμη μία ρουφηξιά, ακόμη μία από κείνες τις ανάλγητες, ασήμαντες ερωτήσεις που έθετε η ζωή μόνο όταν δεν είχε πια κανένα νόημα να τις απαντήσεις.
Έσκυψε για να σβήσει το τσιγάρο ενώ στην πραγματικότητα ήθελε μόνο να ψιθυρίσει γλυκόλογα και βρισιές. Να πάρει τη ρεβάνς για μια ήττα απρόσωπη που δεν χρεωνόταν σε κανέναν. Την είχε αγαπήσει. Την είχε αγαπήσει πολύ αλλά δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει ένα κομμάτι δικό της, ένα κομμάτι μιας γυναίκας δυναμικής που θα σέβονταν στ αλήθεια. Κάτι στ' αλήθεια απ αυτήν. Έστεκε εκεί, αντίκρυ αλλά μ' έναν τρόπο πολύ μακρινό, λεηλατημένη από μια εύκολη ζωή, ανίκανη να νιώσει "μέχρι την άκρη". Ή να δοθεί σ αυτό που ένιωθε. Ποιά ήταν; Τι ήταν; Κι η ίδια της, που την έκρινε από την ευκολία των 29 της χρόνων, ποιά ήταν; Τι ήταν; Θυμήθηκε τον στίχο. «Κι ο εαυτός είναι ένας άλλος...»
Χαμογέλασε ξέμπαρκα, αφήνοντας την χειρονομία στο πουθενά. Τελικά, «αυτός που γύρευα, είμαι» ήθελε να γυρίσει και να πει. Αϋλότητα. Μάσκες. Ρόλοι: «Απόκριες». Στα χέρια και στα στόματα των «ενηλίκων» πιο επικίνδυνες, αλλά και πιο αληθινές, από όσο στα χέρια των «παιδιών». Ή των ερωτευμένων.
Κοίταξε τριγύρω. Πολύβουο μελίσσι το καφέ με τη σιωπή του νεκροταφείου ταυτόχρονα. Aνθρωποι όπως κι αυτές, αυτάρεσκοι, απελπισμένοι, που έκρυβαν πίσω από τον έρωτα για κάθε τι τον έρωτα για τον εαυτό τους. Μα και τ' αντίστροφο. Όχι κακοί, φοβισμένοι, που δεν μπορούσαν να εξαγοράσουν τον θάνατο τους ακόμη και με την πιο γλοιώδη μορφή ζωής. Που ακόμη περισσότερο, "αυτάρεσκα δυστυχισμένοι", ονόμαζαν μέσα τους "έρωτα για την πάρτυ τους" τον φόβο τους για τον αληθινό τους εαυτό. «Έρωτας». «Αθανασία». Και «Καθημερινότητα».
Τι ήταν «αλήθεια;» Τι «ψέμα»; Την κοίταξε μιλώντας της έντονα με τα μάτια: Ήθελε μόνο να της πει πως ήθελε να παίξει πιάνο πάνω στον λαιμό της. Να παίξει βιολί με κείνη την μικρή τεντωμένη φλεβίτσα που χτυπά μονίμως μέσα της ο μυστικός παλμός του κόσμου. Ήθελε όλα τα υγρά σύμφωνα να τραγουδήσει στο στόμα της, να της πιπιλήσει τ αυτί με μυστικά φερμένα από την πιο γαλάζια θάλασσα, να της κάνει μασάζ στα πόδια και στην πλάτη με τα δοντάκια, να ζωγραφίσει με τη γλώσσα πάνω στο δέρμα της χάρτες από χώρες μακρινές. «Κόφτο πια! σε βαρέθηκα!» της είπε τελικά, στήνοντας παγάνα στο μέλλον με μια πανοπλία διάτρητη. Κι όμως τα μάτια άπλωναν την δική τους προτροπή μες απ την θλίψη τους. "Aκου ανάμεσα απ τις λέξεις και τις φωνές. Κοίτα «εμένα» κι «εσένα». Κοίτα «εμάς» κι «αυτούς»."
Αν θα θελε να συμπυκνώσει σε «μια φράση» την ιστορία του κόσμου, από τις «μεγάλες» αφηγήσεις της πολιτικής και της θρησκείας, μέχρι τη «μικρή» του όποιου προσωπικού μας έρωτα, θα έλεγε: "Φτιάξε το μύθο, επέλεξε το τίμημα". Κι ας μην είχε μετέπειτα όρεξη κανείς να το πληρώσει. Μιζέρια... Κι όμως! Ακόμη και τα βάσανα μια εφεύρεση του ανθρώπου είναι όπως είχε διαβάσει κάποτε, αφού δεν μπορούμε να ζήσουμε δίχως πάθος.
Και δίχως ψέματα: «Πάθος». Ολοκληρωτικά διαθέσιμο που αποσβόλωνε σοφούς και αμαρτωλούς. Κύμα στον πιο μεγάλο ωκεανό, «ανείπωτες» χειρονομίες στο πιο μικρό καφέ. Διφορούμενες μνήμες στην πιο κρυφή κουβέντα.
Aναψε ακόμη ένα τσιγάρο εκείνη, μακρινή, σχεδόν αδιάφορη. Κοίταξε η ίδια τα χείλη εκείνης να κλείνουν απαλά το τσιγάρο. Το προσεκτικά βαλμένο κραγιόν στα καλοσχηματισμένα χείλη, κόκκινο σαν της φωτιάς. Ικανό από μόνο του να σβήσει όλες τις θεωρίες...
Υποχώρησε ο μαξιμαλισμός, υποχώρησε η αφηρημένη σκέψη κι οι διφορούμενες αλήθειες της, παρανάλωμα στο μικρό παρόν, παρανάλωμα στο τσιγάρο και στον μωβ θρήνο των νερών. Κι έγιναν τα πάντα «τώρα». Και αναδύθηκε σαν Αφροδίτη απ τα νερά η μόνη αλήθεια της στιγμής. Ν' αναπληρώσεις έξι χαμένα χρόνια σε 60 κερδισμένα λεπτά. Ήττα σίγουρη. Και γοητευτική!
Έπιασαν την κουβέντα πιο ανθρώπινα, λίγα χαμόγελα, πολλές πικρές λέξεις, απόντα βλέμματα που όμως κάρφωναν τον άλλον, αγγίγματα που έμεναν μετέωρα στη μέση σχεδιάζοντας πίνακες παιδιάστικους στον άνεμο. Νύχτωνε.

Βάρυναν οι λεπτοδείκτες ξαφνικά. Επιταχύνθηκε ο χρόνος: Το τασάκι που δέχεται ακόμη ένα αποτσίγαρο. Το τσαντάκι που ξυπνά βιαστικά από το λεπτό χέρι που το τραβά και το περνά στον ώμο του. Ένα βιαστικό αντίο, ανολοκλήρωτο κι αυτό, απροετοίμαστο διαρκώς και φερμένο από το πουθενά όποτε κι αν ερχόταν. Φυγή, φιγούρα λιγνή που απομακρύνεται. Μένει μόνη. Ερημιά στο τραπέζι. Κρύο...
Τι να πει; Πως να το πει; Σε ποιον να το πει; «Μπορείτε να με πληρώσετε παρακαλώ;» Σηκώνεται το βλέμμα. Ένα νέο παιδί, ένα κοριτσάκι ούτε δεκαεννιά χρονώ. Μια ευχή εσωτερική για τη ζωή του. Σ αυτό θα το πει. «Πόσο κοστίζει παρακαλώ;»
Ήθελε να πει: «το τσιγάρο που θα πάρω μαζί μου. Όχι τα ποτά». Ήθελε να πει: «Να, Αυτό που άγγιξαν τα χείλη της. Αυτό με το κραγιόν και με το υγρό των χειλιών της επάνω». Ήθελε να το πει. Αλλά δεν το είπε...

Έβαλε το τσιγάρο προσεκτικά στο άδειο πακέτο. Βάδισε κατά την θάλασσα ένα αδίστακτο απόγευμα. Ο ήλιος έκαιγε σαν γοητευτική μνήμη. Ο ορίζοντας έγερνε κάτω απ' το βάρος του μωβ. Τα καράβια χαράκωναν τη θάλασσα σαν ξυράφια. Τα νερά γέμιζαν αίματα. Διάφανο και σκιές. Παντού σκιές. Έφερε το αποτσίγαρο στα χείλη της, στο σημείο εκείνο, κόκκινο, που ακουμπούσαν τα χείλη εκείνης πριν λίγο. Χείλη με χείλη, στόμα με στόμα, ζωή με ζωή, απόντα ως δίπολο, υπάρχοντα μόνο στο τσιγάρο επάνω, σίγουρη πως ήταν το μοναδικό φιλί που θα είχαν ποτέ ανταλλάξει. Διάφανο κι αυτό. Και ματωμένο.


Ελένη Κάππα

 

Επιστροφή στη Λογοτεχνία