ΣΑΠΦΩ
περίπου 630 – περίπου 570 π.χ.

          Ελάχιστα και αντιφατικά είναι τα στοιχεία που αφορούν τη ζωή της Σαπφούς, της μεγαλύτερης από τους πρώιμους Έλληνες λυρικούς ποιητές, την οποία ο Πλάτων αποκάλεσε «Δέκατη Μούσα». Γεννήθηκε στην Ερεσό ή στη Μυτιλήνη στη νήσο Λέσβο, και καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια.  Έμεινε ορφανή στα 6 της χρόνια.  Για τον πατέρα της Σκαμανδρώνυμο, υπάρχει η άποψη πως ήταν ένας πλούσιος οινέμπορος.  Ο μεγαλύτερος από τους τρεις αδελφούς της, Χάραξος, ήταν επίσης οινέμπορος και ένας άλλος αδελφός της, ο Λάριχος, είχε το αξίωμα του οινοχόου στο Πρυτανείο της πόλης, μια θέση πραγματικά αξιοζήλευτη.  Τίποτε αξιοσημείωτο δεν είναι γνωστό για τον τρίτο αδελφό της, Ευρύγιο.
          Η Σαπφώ είχε μια κόρη στην οποία, σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής, είχε δώσει το όνομα της μητέρα της (Κλεϊς).  Πατέρας της κόρης της πιθανόν να ήταν ο Κερκύλας, ένας πλούσιος έμπορος από την Άνδρο.  Μερικές πηγές διατείνονται ότι ο Κερκύλας ήταν σύζυγός της και πέθανε όταν η Σαπφώ ήταν 35 χρόνων.  Η Σαπφώ έζησε στη Μυτιλήνη, αλλά εξορίστηκε στη Σικελία για ένα διάστημα, πιθανόν εξαιτίας των πολιτικών θέσεων της οικογένειάς της.  Σύμφωνα με τις φήμες ήταν κοντή, με σκούρα μαλλιά και άσχημη, σε μια εποχή όπου το ιδεώδες της γυναικείας ομορφιάς ήταν ψηλή, ξανθιά και με κλασικά χαρακτηριστικά.  Αν και οι ερωτικές της προτιμήσεις στρέφονταν στις γυναίκες, λέγεται ότι είχε και άντρες εραστές, συμπεριλαμβανομένου και του ποιητή Αλκαίου.  Ο θρύλος λέει ότι αυτοκτόνησε πέφτοντας από έναν γκρεμό για το χωρίς ανταπόδοση έρωτά της για έναν άντρα που ονομαζόταν Φάων, αλλά αυτό θεωρείται γενικά από τους λόγιους ως αναληθές.
          Η Λέσβος, την εποχή της Σαπφώς, ήταν ένα λαμπερό πολιτιστικό κέντρο με έντονη ποιητική παράδοση.  Η κοινωνία της δεν αντιμετώπιζε τις γυναίκες με φόβο ή μισογυνισμό, όπως συνέβαινε σε πολλές άλλες πόλεις – κράτη της Ελλάδας.  Οι γυναίκες της Λέσβου κυκλοφορούσαν ελεύθερα ανάμεσα στους άντρες, μορφώνονταν και οργάνωναν φιλολογικούς κύκλους όπου ασχολούνταν με την καλλιέργεια της ποίησης και της μουσικής.  Η Σαπφώ έγραφε την ποίησή της για τον κύκλο των φίλων και οπαδών της, κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά για νέες γυναίκες.  Έγραψε στην αιολική διάλεκτο σε πολλά και διάφορα μέτρα, ένα από αυτά μάλιστα έχει ονομαστεί σαπφικό.  Κύρια θέματα των ποιημάτων της ήταν η αγάπη, το πάθος, η χαρά, η λύπη, η ζήλια, η σύγχυση και η νοσταλγία.  Ο στίχος της Σαπφούς είναι ένα κλασικό παράδειγμα του ερωτικού λυρικού ύφους και εκφράζει τα συναισθήματα της ποιήτριας για τη φύση, τις γυναίκες, την κόρη της, γραμμένα με άμεση απλότητα και τέλειο έλεγχο του μέτρου.  Η Σαπφώ συνέθεσε επίσης και πιθανόν τραγούδησε επιθαλάμια – τραγούδια ή ποιήματα γραμμένα για να γιορτάσουν το γάμο και τα οποία συνήθως αφηγούνταν τα συμβάντα της ημέρας του γάμου.
          Τον 3ο και 2ο αιώνα π.χ., ο Αριστοφάνης, ο Βυζάντιος και ο Αρίσταρχος της Σαμοθράκης συγκέντρωσαν και εξέδωσαν τα ποιήματα της Σαπφούς σε εννιά βιβλία, σύμφωνα με το μέτρο.  Η δουλειά της συνέχισε να επηρεάζει αναγνώστες, λόγιους καθώς και τους Ρωμαίους ποιητές Κάτουλλο, Οβίδιο και Οράτιο.  Τον 5ο μ.χ. αιώνα, όταν οι μελετητές άρχισαν να αντιγράφουν τα έργα από κυλίνδρους παπύρου σε βιβλία, η ποίηση της Σαπφούς παραλείφθηκε και περιέπεσε σε λήθη. Τη δεκαετία του 1890, όμως, άρχισε μια συντονισμένη προσπάθεια συγκέντρωσης και ταξινόμησης του έργου της.  Η πρώτη σύγχρονη συλλογή ποιημάτων της εκδόθηκε από τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, το 1925.  Από τους εννέα τόμους ποίησής της διασώθηκαν ελάχιστα μόνο αποσπάσματα.  Το πιο ολοκληρωμένο ποίημά της είναι ένας κλητικός ύμνος στη Θεά Αφροδίτη γραμμένος σε αιολική διάλεκτο και στη λεγόμενη σαπφική στροφή.  Κάθε στροφή αποτελείται από τέσσερις στίχους και είναι μια επίκληση στη Θεά να βοηθήσει την ποιήτρια στη σχέση της με μια αγαπημένη της.

ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΦΡΟΔΙΤΗ

Ομορφόθρονη αθάνατη Αφροδίτη,
κόρη του Δία, σου δέομαι, δολοπλέχτρα,
με πίκρες και καημούς μη, Δέσποινα,
παιδεύεις την ψυχή μου`

μα έλα μου, αν και κάποτε, από πέρα
μακριά, το κάλεσμά μου όμοι' αγροικώντας,
ήρθες, το πατρικό παλάτι αφήνοντας
και το χρυσό σου αμάξι

ζεύοντας` κι όμορφα στρουθιά πετώντας
γοργά στη γη σε φέρανε τη μαύρη
παν' απ' τον ουρανό με φτεροκόπημα
πυκνό μεσ' στον αιθέρα`

κι ως έφτασαν ταχιά, χαμογελώντας
με την αθάνατη όψη, ω μακαρία,
με ρώτησες σαν τι και πάλι να `παθα,
τι σε καλώ κοντά μου,

τι λαχταρά η ψυχή μου η φρενιασμένη
τόσο πολύ να γίνει: - "Ποια και πάλι
θες η Πειθώ να φέρει στην αγάπη σου;
Σαπφώ, ποια σ' αδικάει;

Γιατί αν φεύγει, γοργά από πίσω θα `ρθει,
κι αν δεν παίρνει σου δώρα, θα σου φέρει`
τώρ' αν δε σ' αγαπάει, θα σ' αγαπήσει
και δίχως να το θέλει".

Ω, έλα μου και τώρα, κι' απ' τις μαύρες
τις έγνοιες λύσε με, κι ό,τι ν' αληθέψει
ποθεί η ψυχή μου τέλεσ' το κι ατή σου
συ γίνε ο βοηθός μου.

(μετάφραση: Παναγής Λεκατσάς)

          Η επιρροή της Σαπφούς υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική.  Ως Ελληνίδα ποιήτρια επικών διαστάσεων, μπορεί δίκαια να θεωρηθεί η πρώτη γνωστή γυναίκα συγγραφέας και θεμελιωτής της γυναικείας λογοτεχνίας.  Το έργο της επηρέασε όχι μόνο τους Ρωμαίους αλλά και μεταγενέστερους ποιητές όπως ο Τόμας Κάμπιον, ο Φίλιπ Σίντνεϊ, ο Σουίμπερν και ο Έζρα Πάουντ.  Τελικά, εξαιτίας των σεξουαλικών προτιμήσεών της έχει περάσει στην αθανασία ως η προστάτρια αγία και μούσα του λεσβιακού έρωτα.
          Η Σαπφώ ήταν απόλυτα ακριβής όταν έγραφε για τον εαυτό της και τις ακολούθους της: «Νομίζω ότι κάποιος θα μας θυμάται σε μια άλλη, μακρινή εποχή».


(Από το βιβλίο «Οι εκατό γυναίκες που άφησαν το στίγμα τους στην ιστορία της ανθρωπότητας» της DeborahFelder, Εκδόσεις Φυτράκη)

τους ιππείς άλλοι βρίσκουν κι άλλοι τους πεζούς
κι άλλοι τους ναυτικούς πως τ' ωραιότερο είναι (πράγμα)
στη σκοτεινή μας γη·  όμως εγώ: κείνο που πιο πολύ αγαπά
ο καθένας * εύκολο να το νιώσει αυτό κανείς·
παράδειγμα η Ελένη·  που ασύγκριτη στην ομορφιά
μες σ' όλους τους ανθρώπους ξάφνου
παράτησε τον άντρα της τον ακριβό *
κι έβαλε πλώρη για την Τροία δίχως
ποτέ της να γνοιαστεί μήτε για κόρη μήτε
για γονιούς·  μα ερωτοχτυπημένη σύγκορμα
τη συνεπήρε η Κύπρις * αχ πόσο μ' ένα τίποτα
λυγά πάντα η γυναίκα!  Πως πιάνεται απ' αυτό
που τρώει το νου της η άμυαλη και πιο μακριά
δε βλέπει!  Σάμπως και τώρα την Ανακτορία
που `φυγε μακριά μας λέω τη θυμάται πια κανείς;
Που το καμαρωτό της το περπάτημα
και του προσώπου της το φωτεινό το γύρο να δω
χίλιες φορές το προτιμούσα παρά των Λυδών
όλα τ' άρματα και τους πεζούς με τα σιδερικά
στη μάχη * όμως το ξέρω πως δε γίνεται ποτέ
κανείς να ελπίζει σ' ολάκαιρη την ευτυχία·
ένα μικρό μερίδιο να προσδοκάει μονάχα·
κει που δεν το περιμένει…


(μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη)

 

αρχική σελίδα

Επιστροφή στα Κλασικά