ΑΛΜΥΡΗ
Ι
Θέλω ένα τσιγάρο αναμμένο
με φωτιά παθιασμένη...
Μια αγκαλιά γεμάτη στοργή...
Και ένα φιλί με όνειρα γεμάτο...
Θα θελα να ήμουν κομμάτι
των ονείρων σου
ο άνεμος ο ίδιος
να έρχομαι να σε αγγίζω
απαλά στο σώμα
και να σου ψιθυρίζω τρυφερά λόγια
της σιωπής στο αυτί.
ΙΙ
Aγιε Βασίλη σου γράφω εκ μέρους της μαμάς μου.
Επειδή είναι μεγάλη σε ηλικία ντρέπεται να σου γράψει
και έτσι είπα να σου γράψω για να τη βγάλω από τη δύσκολη θέση.
Θέλει για του χρόνου
να της φέρεις στο τραπέζι ένα γαμπρό για μένα
γιατί μεγαλώνω και δεν λέω να φέρω κάποιον άντρα σπίτι.
Ο αδερφός μου δεν χρειάζεται τη βοήθεια σου γιατί έχει ήδη κοπέλα.
Aγιε μου Βασίλη κάνε
μια εντελώς τυχαία αλλαγή
και φέρε στο τραπέζι μας του χρόνου την κοπέλα μου
(αυτό στο ζητώ σαν χάρη, το λάθος)
Aγιε Βασίλη σε ευχαριστώ εκ μέρους της μαμάς μου.
ΕΡΜΕΙΑ
Οι παλιές αγάπες
Λένε για τις παλιές αγάπες...
Οι παλιές αγάπες πάνε -λέει-
σ' ένα παράδεισο
από αναμνήσεις καλές και γελάκια,
ονειράκια παλιά και χάσματα μνήμης.
Εκεί συναντιούνται
όλες οι παλιές μας οι αγάπες,
κάνουνε πάρτι όπου μοιράζουνε λουλούδια,
μας θυμούνται
και καμιά φορά χαμογελούν παράξενα.
Έχουν μυστήρια δύναμη
απάνω μας οι παλιές οι αγάπες,
μας στέλνουνε καμιά φορά στον ύπνο
μια παλιά εικόνα μας στιγμιαία ζωντανή
ή, άλλοτε πάλι, ξαφνικά, ένα φιλί
που τόσο μας ταράζει και μας ξεστρατίζει
απ' τις παρούσες έννοιες μας...
_______
Λέει πως έχουνε δύναμη
πολύ οι παλιές αγάπες
και πως στον παράδεισό τους παίζουνε παράξενα παιχνίδια.
Μπορούν να σε κάνουν να ξυπνήσεις κλαίγοντας τη νύχτα
για ένα πόνο ξεχασμένο από καιρό
ή πάλι να σου κλέψουνε τα λογικά:
σε παίρνουνε μια βόλτα στον παράδεισο,
και το πρωί βρίσκεις στο προσκεφάλι
ένα απ' τα λουλούδια τους
που κρατάει, και σου διαλύει κάθε ορθολογισμό
μέρες πολλές.
ΛΙΟΚΡΙΝΟ
Σε μια γυναίκα
Από καιρό σε πρόσμενε η ψυχή μου.
Μα αλίμονο δεν ήρθες με την άνοιξη, τα λουλούδια στην όψη σου καλή μου.
Σε κάποιου φθινοπώρου
χλωμό δείλι, σε μένα ξαφνικά σε έστειλε η μοίρα, με
ανέκφραστο παράπονο στα χείλη.
Μια λέξη από το στόμα σου δεν πήρα.
Η σιωπή σου υπέροχα
μιλούσε, σαν το στερνό το ρόδο, που τα μύρα τα τελευταία
σκορπώντας φυλλοβολούσε βουβό τ΄ άσπρα του πέταλα σαν χιόνια.
Και η ψυχή σου απαράλλαχτα
πονούσε σαν τα διωγμένα χελιδόνια, και εσύ με τον
καημό ξενιτεμένης του άθλιου κόσμου, αμίλητη αδελφή μου, ήρθες σε μένα .
Ευγενική κ΄ υπέροχη καλή μου.
Αστέρι
Aστρο της αυγής, όταν
χαμήλωνες τα μάτια οι ώρες μας ήταν πιο γλυκές από το
λάδι πάνω στην πληγή. Πιο πρόσχαρες απ΄ το κρύο νερό στον ουρανίσκο, πιο
γαλήνιες απ΄ τα φτερά του κύκνου.
Κρατούσες την ζωή μας στην παλάμη σου.
Ποιος θα σηκώσει τη
θλίψη τούτη απ΄ την καρδιά μου; Χτες βράδυ μια νεροποντή
και σήμερα βαραίνει πάλι ο σκεπασμένος ουρανός, οι στοχασμοί μου σαν τις
πευκοβελόνες της χτεσινής νεροποντής.
Με μια βουνοσειρά
μπροστά μου να σε κρύβει, ποιος θα μας λογαριάσει την
απόφαση της λησμονιάς;
Ποιος θα δεχτεί την προσφορά μας, στο τέλος αυτού του φθινοπώρου;