ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΟΡΩΝ

 

Αναρχισμός.

Πολιτική αντίληψη, που πρεσβεύει την ανάγκη προστασίας του ατόμου από οποιαδήποτε μορφή θεσμού ή εξουσίας, ικανής να περιορίσει την ελευθερία του. Υποστηρίζει την κατάργηση του κράτους και την απαλοιφή των νόμων ως πηγών καταδυνάστευσης του ανθρώπου. Θεμελιώθηκε από τον Μ. Στίρνερ και τον Π. Τζ. Προυντόν. Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ο Μ. Μπακούνιν εισήγαγε στον αναρχισμό την κολλεκτιβοποίηση και την ανάγκη επαναστατικής δράσης, αντιτάχθηκε στα μαρξιστικά ρεύματα μέσα στο εργατικό κίνημα αλλά τελικά έχασε την ιδεολογική μάχη με τον μαρξισμό. Στις αρχές του 20ου αιώνα δημιουργήθηκαν ισχυρά αναρχοσυνδικαλιστικά ρεύματα στις ΗΠΑ, τη Γαλλία και την Ισπανία (ήταν ιδιαίτερη η παρουσία του αναρχικού μπλοκ κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου 1936-1939). Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο εξαφανίστηκε ως πολιτικό κίνημα, αν και παρέμεινε ως σημείο αναφοράς για τους ακροαριστερούς.

 

Δημοκρατία.

Μορφή διακυβέρνησης που βασίζεται στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας [ετυμολογία: σύνθετη λέξη (δήμος+κράτος) που σημαίνει "κρατεί" ο λαός, κυριαρχεί ο λαός]. Διακρίνεται σε άμεση δημοκρατία (π.χ. το σύστημα που εφαρμόζεται στα ελβετικά καντόνια) και σε έμμεση ή κοινοβουλευτική δημοκρατία. Οι πρώτες μορφές οργανωμένης δημοκρατίας εμφανίζονται στις ελληνικές αποικίες της Μ. Ασίας τον 7ο αι. π.Χ και επεκτείνονται ( 6ο αι.) και στην Ελλάδα. Στην Εκκλησία του δήμου κάθε πολίτης είχε το δικαίωμα να εκθέσει τις απόψεις του και να συμμετέχει στην ψηφοφορία. Μέσα από την Κομμούνα του Μεσαίωνα έχουμε για πρώτη φορά τη σύγχρονη έννοια της αυτοδιοίκησης των πολιτών. Τον 14ο αι. η έννοια της λαίκής κυριαρχίας χρησιμοποιήθηκε για να ενισχυθεί η εξουσία των μοναρχιών των νεότευκτων τότε εθνικών κρατών ενάντια στη μεσαιωνική πυραμίδα εξουσίας, στην κορυφή της οποίας βρισκόταν ο Πάπας και ο αυτοκράτορας. Κατά την περίοδο αυτή, δηλαδή, η λαϊκή κυριαρχία έρχεται να απεξαρτήσει τις εθνότητες από τις μορφές υπερεθνικής εξουσίας, όχι όμως και να μεταβάλλει τις εσωτερικές δομές εξουσίας των εθνικών κρατών, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από την απολυταρχία και τον δεσποτισμό. Στην Αναγέννηση η θεωρία που ταύτιζε το φυικό δίκαιο με τη λογική επηρέασε και τη δημοκρατική σκέψη, θέτοντας τη λογική ως θεμέλιο της κοινωνικής ζωής. Η αγγλική συνταγματική εμπειρία καθώς επίσης η γαλλική και αμερικανική επανάσταση σηματοδότησαν τη μετάβαση από την άμεση δημοκρατία στην δημοκρατία δ' αντιπροσώπων προετοιμάζοντας το έδαφος για τα φιλελεύθερα πολιτικά συστήματα του 19ου αι.

 

Καπιταλισμός.

Ο καπιταλισμός είναι ένα οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην ιδιωτική κυριότητα των χρήσιμων μέσων για την παραγωγή. Ο καπιταλισμός προβλέπει το διαχωρισμό μεταξύ μιας τάξης καπιταλιστών και μιας τάξης εργατών. Οι καπιταλιστές είναι εκείνοι που κατέχουν το κεφάλαιο, δηλαδή το χρήμα που τους επιτρέπει να διευθύνουν μια παραγωγική δραστηριότητα. Σήμερα ονομάζονται επιχειρηματίες.

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΜερικοί υποστηρίζουν ότι ο καπιταλισμός γεννήθηκε όταν χρησιμοποιήθηκε το νόμισμα ως μέσο ανταλλαγής στην αρχαιότητα. Άλλοι υποστηρίζουν ότι γεννήθηκε τον 12ο αιώνα, όταν η οικονομική δύναμη πέρασε από τους ευγενείς φεουδάρχες στους εμπόρους των πόλεων, δηλαδή όταν πέρασε από τη φεουδαρχική στην αστική οικονομία. Οι έμποροι είχαν το ρόλο πραγματικών τραπεζιτών επενδύοντας χρήματα και σε άλλες πόλεις και επηρεάζοντας τη χειρωνακτική και βιοτεχνική παραγωγή. Έτσι γεννήθηκε η αστική τάξη και η οικονομική δραστηριότητα. Σύμφωνα με τον Καρλ Μαρξ, που ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε με τη μελέτη της καπιταλιστικής οικονομίας στο έργο του Το κεφάλαιο, στο τέλος του Μεσαίωνα, με τη δημιουργία της αστικής οικονομίας και με τη βελτίωση των μέσων της γεωργικής παραγωγής που οδήγησαν στη γέννηση της καινούργιας τάξης των ιδιοκτητών γης (ή γαιοκτημόνων), οι μικροί καλλιεργητές αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη γη και να καταφύγουν στις πόλεις για να βρουν εργασία. Γεννήθηκε έτσι η ‘πρώτη τάξη των προλεταρίων’, που δεν είχε τίποτα στην κατοχή της.

ΑΝΑΠΤΥΞΗ Ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε πιο γρήγορα στα 1700 στις μεγάλες διεθνείς μοναρχίες, στην Αγγλία, στην Ολλανδία, στη Γαλλία και πιο αργά στην Ιταλία και την Γερμανία, που ήταν ακόμα χωρισμένες σε μικρά κράτη. Στις διεθνείς μοναρχίες, που ακολουθούσαν μια πολιτική αποικιοκρατίας, οι μεγάλες εμπορικές εταιρείες εισήγαγαν από τις αποικίες τις πρώτες ύλες που μεταποιούνταν στις βιομηχανίες και έβγαιναν στο εμπόριο ως βιομηχανικά χειροποίητα προϊόντα, αναπτύσσοντας περισσότερο τη διεθνή βιομηχανία. Εκείνη την περίοδο πολύ σημαντικές ήταν και οι επιστημονικές κατακτήσεις, όπως η εκμετάλλευση της ενέργειας του ατμού που ενίσχυσε σημαντικά την απόδοση των εργοστασίων. Με την ανάπτυξη της βιομηχανίας, οι επιχειρηματίες άρχισαν να αμφισβητούν την παρέμβαση του κράτους στην οικονομία. Γεννήθηκε έτσι κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα στην Αγγλία, την πιο ανεπτυγμένη οικονομικά χώρα, ο οικονομικός φιλελευθερισμός, μια θεωρία που υποστήριζε το ελεύθερο εμπόριο χωρίς παρεμβάσεις από το κράτος.

ΚΡΙΣΕΙΣ Μεταξύ του 1870 και του 1900 υπήρξε η περίοδος της μεγάλης οικονομικής κρίσης: η καπιταλιστική οικονομία εισήλθε σε κρίση. Για να ξεπεράσουν την κρίση οι τομείς της βιομηχανίας συνενώθηκαν μεταξύ τους και έτσι γεννήθηκαν τα μονοπώλια (ειδικότερα στους τομείς του ατσαλιού, του ηλεκτρισμού και των μέσων) και τα καρτέλ (συμφωνίες των επιχειρήσεων για τις τιμές). Εκείνη την περίοδο ξανάρχισε ο αποικιακός πόλεμος, που επιδείνωσε τις σχέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων μέχρι να ξεσπάσει ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Από το τέλος του 19ου αι., επίσης, μαζί με την κριτική του καπιταλισμού που ασκούσε ο Μαρξ, επιδεινώθηκαν σημαντικά οι σχέσεις μεταξύ των καπιταλιστών και των εργατών που είχαν δημιουργήσει οργανωμένα κινήματα για τη βελτίωση των συνθηκών. Οι εργάτες (γυναίκες και παιδιά), εργάζονταν στα εργοστάσια 12 με 14 ώρες την ημέρα με μισθό που μόλις επαρκούσε για την επιβίωσή τους και κατοικούσαν στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές της πόλης, με τις χειρότερες συνθήκες υγιεινής. Το 1929 υπήρξε η δεύτερη περίοδος κρίσης του καπιταλισμού, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η κρίση έπληξε τον παγκόσμιο καπιταλισμό οδηγώντας σε μαζικές απολύσεις και σε μεγάλη φτώχια. Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η καπιταλιστική οικονομία αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα και καθόρισε τη μεγάλη διαφορά μεταξύ των υποανάπτυκτων χωρών του Τρίτου κόσμου, που ήταν οι παραγωγοί των πρώτων υλών, και των βιομηχανοποιημένων χωρών, που απ’ αυτή τη διαφορά αποκομίζουν τον πλούτο τους.

 

Μαρξισμός.

Το σύνολο των οικονομικών, πολιτικών και φιλοσοφικών θεωριών που επεξεργάστηκαν ο Μαρξ και ο Έγκελς και αναπτύχθηκαν το 19ο αιώνα σε πολυάριθμα ρεύματα. Ο μαρξισμός έχει τους πρώτους πιο γνωστούς εκφραστές του στους Ντίντζγκεν και Αντόνιο Λαμπριόλα. Μεταξύ του τέλους του 19ου αιώνα και του Α΄ παγκοσμίου πολέμου επιβεβαιώθηκε κυρίως στη Γερμανία και την Αυστρία μια τάση αναθεωρητική, η οποία αντικαταστούσε στην επαναστατική οδό την στρατηγική του κοινοβουλευτισμού, του ρεφορμισμού και της σταδιακής κατάκτησης της εξουσίας στο Κράτος. Στις κοινοβουλευτικές τάσεις αντιδρούσε ο Σορέλ, ιδρυτής του επαναστατικού συνδικαλισμού και υποστηριχτής μιας αυτοχειραφέτησης της εργατικής τάξης που απέρριπτε την οργάνωση του κόμματος. Η συνέχεια της διδασκαλίας του Μαρξ και του Έγκελς βρίσκεται αντίθετα στον Λένιν και στο πλαίσιο του ιστορικού υλισμού στον Γκράμσι. Μεγάλη σπουδαιότητα, σε επίπεδο πολιτιστικό έχουν τα πρώτα χρόνια του ’20 οι θέσεις του Λουκάκς και του Κορς, πατέρες του λεγόμενου κριτικού ή δυτικού μαρξισμού. Τα προβλήματα της σοσιαλιστικής δόμησης στην Ανατολή έδωσαν τόπο σε μια ευρεία θεωρητική σύγκριση που είχε τον Στάλιν, τον Τρότσκι, τον Μάο και τον Μπουχάριν πρωταγωνιστές της. Από το θάνατο του Στάλιν και πιο συγκεκριμένα από τη μέση της δεκαετίας του ’60 άρχισαν οι διαφορές μεταξύ των ρευμάτων του μαρξισμού: ο μαοϊσμός, οι ιδέες που επεξεργάστηκαν τα κομμουνιστικά κόμματα μοσχοβικής επιρροής και ο δυτικός μαρξισμός που εκφράστηκε από τη σχολή της Φρανκφούρτης. Μέσα σ’ένα περιβάλλον πιο στενά φιλοσοφικό, ο μαρξισμός αποδείχτηκε ιδιαίτερα γόνιμος στην φαινομενολογία (Πάτσι), το δομισμό (Άλθουσερ) και την ουτοπική σκέψη του Μπλοχ.

 

Παγκοσμιοποίηση.

Η τάση για ενοποίηση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος (αγορών παραγωγής, υπηρεσιών, επενδύσεων, κεφαλαιαγορών, εργασίας και προϊόντων) που ανάγει τον ανταγωνισμό σε παγκόσμιο επίπεδο και οδηγεί την κατανάλωση σε ενιαία αγοραστικά πρότυπα.

 

Σεξισμός.

Αντίστοιχος με τον όρο ρατσισμός, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά γύρω στα 1968 στην Αμερική από τις γυναίκες του "Κινήματος για την Απελευθέρωση των Γυναικών". Προσδιορίζει το σύστημα και τις αντιλήψεις που κρίνουν τα άτομα από το φύλο τους και τις προκαταλήψεις που υπάρχουν εναντίον των γυναικών.

Σεξισμός είναι συνειδητές ή ασυνείδητες συμπεριφορές που θεωρούν όλες τις γυναίκες ως κατώτερα ανθρώπινα όντα, άτομα λιγότερο ικανά, έξυπνα, δραστήρια κλπ. απ' όλους τους άνδρες. Ο σεξισμός εκδηλώνεται στη θρησκεία, τις επιστήμες, τις τέχνες, την εργασία, τον έρωτα, τη νομοθεσία, τις διαπροσωπικές σχέσεις, την κοινωνική ζωή. Η γυναίκα προσδιορίζεται από το φύλο της και ωφείλει να συμπεριφέρεται ανάλογα με τις προκατασκευασμένες ιδιότητες του φύλου της: μητέρα, σύζυγος, ερωμένη ή νοικοκυρά.

Η συνεισφορά των φεμινιστριών είναι ότι με τις θεωρίες και τις δράσεις τους κατάφεραν να αποκαλύψουν και να διαλύσουν ένα μεγάλο μέρος αυτών των προκαταλήψεων.

 

Σοσιαλισμός.

Πολιτικός όρος που χρησιμοποιήθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα για αν περιγράψει τις θεωρίες εκείνες που υποστήριζαν ένα οικονομικοπολιτικό σύστημα, βασισμένο στην κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και την κρατική παρέμβαση σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Κατά τη σοσιαλιστική θεωρία προείχε το κοινωνικό από το ατομικό συμφέρον. Οι ρίζες του σοσιαλισμού εντοπίζονται στην ελληνική αρχαιότητα και συγκεκριμένα στη διδασκαλία του Πλάτωνα και στην προσπάθεια του Λυκούργου να εφαρμόσει στη Σπάρτη το πρώτο σοσιαλιστικό πείραμα, μοιράζοντας τη γη σε ίσα μερίδια έτσι που να αποδίδει το καθένα παραγωγή ίσης αξίας. Στην Ευρώπη επανεμφανίστηκε μετά τη βιομηχανική επανάσταση και συνόδευσε την εξέλιξη της αστικής τάξης. Οι πρώτοι σοσιαλιστές προέρχονταν από την αστική τάξη και χαρακτηρίζονταν από το ουτοπιστικό τους πνεύμα. Έτσι στο πρώτο μισό του 19ο αιώνα, εξαπλώθηκαν οι θεωρίες του Σαιν - Σιμόν, Φουριέ, Όουεν, Καμπέ και Μπλάνκ. Η ταυτόχρονη εξέλιξη του εργατικού κινήματος στα μέσα του 19ου αιώνα οδήγησε στη διαμόρφωση μιας σοσιαλιστικής θεωρίας με ουσιατικό, επαναστατικό προσανατολισμό. Δημιουργοί του επιστημονικού σοσιαλισμού υπήρξαν οι Μαρξ και Έγκελς. Σύμφωνα μ' αυτούς ο σοσιαλισμός δεν στηρίζεται σε ηθικές ή θρησκευτικές αρχές για κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα, αλλά αποτελεί ιστορική πραγματικότητα. Κατά τη μαρξιστική θεωρία ο καπιταλισμός διαδέχθηκε τον φεουδαρχισμό και ο σοσιαλισμός θα πάρει τη θέση του καπιταλισμού, καθώς κάθε κοινωνικό σύστημα γεννά και τρέφει μέσα του τις ίδιες δυνάμεις που θα το ανατρέψουν και θα το ξεπεράσουν. Ο σοσιαλισμός επεκτάθηκε σε όλη την Ευρώπη (Α΄ Διεθνής - 1864/1876 και Β΄ Διεθνής 1889-1914) με την εμφάνιση και οργάνωση των πρώτων σοσιαλιστικών κομμάτων (Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία, Ρωσία). Τα κόμματα αυτά ενισχύθηκαν με το ξέσπασμα της ρωσικής επανάστασης (1917) και με την δημιουργία ενός κομμουνιστικού κόμματος με μαρξιστικές καθαρά τάσεις. Μετά τον πόλεμο όμως, η Σοβιετική Ένωση προσπάθησε να πάρει στα χέρια της την ηγεσία και την μονοπώληση του παγκόσμιου σοσιαλιστικού κινήματος, με την ίδρυση της Γ΄ Διεθνούς το 1919. Αυτό είχε σαν συνέπεια τη διάσπαση του ενιαίου σοσιαλιστικού κινήματος και τη δημιουργία σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών πολιτικών κομμάτων και κινήσεων. Τα κομμουνιστικά κόμματα έμειναν προσηλωμένα στο σοβιετικό κομμουνισμό (και τις διάφορες εκδοχές του: λενινισμό, μαοϊσμό κ.α.) ενώ τα σοσιαλιστικά κόμματα συνέχισαν να επιδιώκουν πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, λειτουργώντας ωστόσο μέσα στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας.

 

Τα στοιχεία έχουν παρθεί από την ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια "Τομή". Το απόσπασμα που αφορά τον σεξισμό έχει παρθεί από την Ατζέντα Γυναικών 1997 της Ελένης Παμπούκη.

 


 

αρχική σελίδα

Επιστροφή στον Φεμινισμό